- στρεφομένῃ
- στρέφωAër.pres part mp fem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στρεφομένη — στρέφω Aër. pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
вьртѣтисѧ — ВЬР|ТѢТИСѦ (3*), ЧОУСѦ ( ЩОУСѦ), ТИТЬСѦ гл. Возвр. к. вьртѣти: г҃ь на сп҃сниѥ дшамъ къзнь ѹхитрилъ ѥсть. двѣ на десете кадиле имѹщѹ. иже крѹгомь врьтещисѩ [так!] въземлють ѹмирающи(х) д҃ша. (στρεφομένη ὑπὸ τάς σφαίρας) КР 1284, 383г; ѿвѣща… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
обращаѥмъ — (6*) прич. страд. наст. к обращати. 1.В 1 знач.: г҃ь на сп҃сениѥ д҃ша. хѹдожьство помысли. имѹще дъвѣ на десѧте кади. ˫аже землею обращаѥма. почьрпаѥть слѹжащиихъ д҃ша. (στρεφομένη) ΚΕ XII, 278а; ˫ако же ѡчима ѡбращаѥмома. видѣти испытно… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
γερανός — I (Ζωολ.). Γένος μακροτάρσων πτηνών της οικογένειας των γερανιδών. Στην Ευρώπη είναι γνωστός ο γ. ο τεφρός με ύψος περίπου 1,50 μ. και άνοιγμα πτερύγων περίπου 2,50 μ. Το σώμα του στηρίζεται σε δύο μακριά και λεπτά πόδια, που καταλήγουν σε… … Dictionary of Greek
ζυγοστάθμιση — Εργασία που πραγματοποιείται πάνω σε περιστρεφόμενους άξονες προς αποφυγή της καταπόνησης του άξονα από τη φυγόκεντρο δύναμη. Η καταπόνηση προέρχεται από τη διαταραχή της ισορροπίας του βάρους του περιστρεφόμενου σώματος ως προς τον άξονα… … Dictionary of Greek
κνωδακοφόρος — ο 1. αυτός που φέρει κνώδακες, έκκεντρα 2. φρ. «κνωδακοφόρος άξονας» στρεφόμενη άτρακτος μηχανών εσωτερικής καύσης εφοδιασμένη με δίσκους ακανόνιστου σχήματος που κινούν βαλβίδες εισαγωγής και εξαγωγής τών κυλίνδρων, αλλ. εκκεντροφόρος άξονας.… … Dictionary of Greek
παραβολοειδής — ές, ΝΑ αυτός που μοιάζει με παραβολή ή αυτός που χρησιμεύει για παραβολή νεοελλ. 1. μαθ. αυτός που μοιάζει με γεωμετρική παραβολή, παραβολικός 2. το ουδ. ως ουσ. το παραβολοειδές μαθ. επιφάνεια δευτέρου βαθμού παραγόμενη από μία παραβολή που… … Dictionary of Greek
στρόβιλος — Κινητήρια μηχανή εφοδιασμένη μ’ ένα περιστρεφόμενο μέρος, το στροφέα, ο οποίος κινείται από την ενέργεια ενός ρευστού. Ανάλογα με τη φύση του ρευστού αυτού διακρίνουμε τους σ. σε υδροστρόβιλους, αεριοστρόβιλους και ατμοστρόβιλους. Υδροστρόβιλος.… … Dictionary of Greek
υδροστρόβιλος — Μηχανή που μετασχηματίζει την κινητική ενέργεια της μάζας του νερού σε μηχανική ενέργεια. Βλ. λ. στρόβιλος. * * * ο, Ν 1. τεχνολ. στρεφόμενη υδροδυναμική μηχανή που μετατρέπει τη δυναμική ή κινητική ενέργεια τών υδατοπτώσεων ή τής ροής τών… … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek